- ηδυλίζω
- ἡδυλίζω (Α) [ηδύλος]1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαισυνουσιάσαι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδυλίσαι — ἡδυλίζω flatter aor inf act ἡδυλίσαῑ , ἡδυλίζω flatter aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυλίζειν — ἡδυλίζω flatter pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυλισμός — ἡδυλισμός, ὁ (AM) [ἡδυλίζω] 1. το να λέει κανείς γλυκόλογα, η θωπεία, η κολακεία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλισμός συνουσία» … Dictionary of Greek